ἀπαγωγή

ἀπαγωγή
ἀπ-αγωγή, (1)das Wegführen; Wegschleppen, bes. ins Gefängnis. (2) das Abtragen des Tributs. bes. (3) in athen. Gerichtssprache, das Wegführen des auf der Tat u. über einem anerkannten Verbrechen Ertappten, der ohne weiteres ins Gefängnis geworfen u. Ἕνδεκα übergeben wird; was z. B. bei allen Diebstählen, die über 50 Drachmen betrugen, statt fand; auch die Klageschrift heißt in solchen Fällen so

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀπαγωγῇ — ἀπαγωγή leading away fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαγωγή — leading away fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απαγωγή — η (AM ἀπαγωγή) [απάγω] 1. αρπαγή ατόμου από τον τόπο της διαμονής του με τη βία ή με τη θέληση του 2. φρ. «ἀπαγωγὴ ἐς ἄτοπον» αποδεικτική μέθοδος που χρησιμοποιείται για την απόδειξη προτάσεων της μορφής «αν ισχύει η υπόθεση π, τότε ισχύει και το …   Dictionary of Greek

  • απαγωγή — η 1. αρπαγή ανθρώπου: Στην απαγωγή του παιδιού είχε και συνένοχο. 2. (γυμν.), κίνηση κάποιου μέλους του σώματος προς τα έξω: Απαγωγή των χεριών! 3. (λογ.), συλλογιστική μέθοδος (λέγεται και παραγωγή) που από το γενικό πάει στο μερικό· (μαθ.), «σε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • АПАГОГЭ —    • Άπαγωγή,          назывался у афинян особенно тяжкий и по формам судопроизводства, и по последствиям вид публичного обвинения, существенно отличавшийся от υραωή (см. это слово). Тогда как при обыкновенном письменном обвинении (γραφή)… …   Реальный словарь классических древностей

  • ἀπαγωγαῖς — ἀπαγωγή leading away fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαγωγαί — ἀπαγωγή leading away fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαγωγῆς — ἀπαγωγή leading away fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαγωγήν — ἀπαγωγή leading away fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαγωγῶν — ἀπαγωγή leading away fem gen pl ἀπαγωγός leading away masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”